«Κοίταξε τη φωτιά πόσο ξεχωριστή είναι», της έλεγε κάθε φορά που καθόντουσαν οι δυο τους, μόνοι και έρημοι.

«Πόσες σκέψεις και στιγμές να καίει, κάθε φορά που τρεμοπαίζει σαν να’ ναι η τελευταία της νύχτα;», συνέχισε.

«Αγαπημένε», του είπε και του έσφιξε το χέρι.  «Και αυτή σαν τον άνθρωπο είναι.  Γεννιέται και μετά τρεμοπαίζει και αργότερα χαροπαλεύει.  Στο τέλος…σβήνει.  Και ξαναρχίζει από την αρχή.  Μην την κρίνεις.  Κι αυτή θα έχει τα δικά της-φυλακισμένα κουτιά.  Να.  Ξεχασμένες-πονεμένες πληγές.  Κάποιες φλόγες που δεν κατάφερε ακόμα να σταματήσει.  Και ίσως εκατοντάδες-άπειρες σκέψεις που όσο και να θέλει δεν τις παρατάει»

Την κοίταξε στα μάτια.  «Η δική μας φωτιά θα κάψει ποτέ τις δικές μας στιγμές;», τη ρώτησε.

«Ποτέ.  Μόνο όταν χαθούμε στο πλήθος.  Κι αν τύχει αυτό,  να ξέρεις πως θα’ μαι στην κορυφή του βουνού να σιγοψιθυρίζω το όνομά σου.  Και τότε θα’ ναι ξανά όπως τώρα».