[…]
Ήτανε γύρω στις πέντε το απόγευμα. Χειμώνας. Έξω χαλασμός. Ευτυχώς η δυνατή μπόρα είχε περάσει, η διακοπή του ρεύματος είχε επιστρέψει και ήτανε πια ώρα να ξεκινήσει η αγαπημένη της σειρά. Την επόμενη μέρα θα έκλεινε τα πενήντα-δύο της χρόνια και ανυπομονούσε όπως έλεγε συνεχώς να σβήσει τα κεράκια της. Η κόρη της καθόταν στην μεγάλη πολυθρόνα και διάβαζε το βιβλίο που ξεχώρισε την προηγούμενη μέρα στην βιβλιοθήκη της γειτονιάς. «Ξύπνησε ανάποδα», όπως ανάφερε νωρίτερα στον πατέρα της. Άκεφη, γεμάτη βαρεμάρα.

Η πόρτα έκλεισε δυνατά από τον αέρα και ο πρίγκιπάς της-όπως τον έλεγα, μπήκε σφυρίζοντας και τραγουδώντας.

«Ντύσου γρήγορα και φεύγουμε», της είπε ζεστά και ψιθυριστά.

«Κρύο κάνει, θα κρυώσεις πάλι», του είπε λιγάκι θυμωμένα.

«Ντύσου ζεστά τότε και φεύγουμε», της ξαναείπε.

Του σκάει ένα ζεστό χαμόγελο και τον φιλάει γλυκά στο μέτωπο.

Πάει τώρα πολλές μέρες, που αυτός ήθελε, όπως της είπε αργότερα, να βγει στη βροχή, ξυπόλυτος και να χορέψει μαζί της. Ήταν ρομαντικός τύπος και πολύ ονειροπόλος και μάλιστα ένας από τους κυριότερους στόχους της ζωής του ήταν: ότι σκέψη ή εικόνα τον κάνει χαρούμενο και ευτυχισμένο το πράττει την ίδια κιόλας στιγμή.

Έτσι και έγινε λοιπόν. Ντύθηκαν ζεστά και ξεκίνησαν πριν καλά-καλά ξεσπάσει ξανά η δυνατή μπόρα. Δεν κράτησε όμως για πολύ και οι βροχές ξεκίνησαν να κτυπάνε αθώα τις πλάτες. Αργότερα οι βροχές, κτύπησαν πολύ έντονα το κεφάλι και ολόκληρο το σώμα. Γελούσαν ασταμάτητα-όπως συνήθιζαν να κάνουν σε τέτοιες στιγμές. Γελούσαν σαν παιδιά, φώναζαν λέξεις αγαπημένες και έτρεχαν σαν χαζά παιδιά στους δρόμους της γειτονιάς τους.

Η κακοκεφιά της έγινε ένα μπαλόνι γέλια και η βαρεμάρα ένα ανοικτό κουτί γεμάτο έρωτα και αγάπη. Το σκότος έγινε γαλάζιο χρώμα και τα μαύρα σύννεφα της καρδιάς της άσπρα. Ο χορός στη βροχή την έκανε ακόμα πιο πολύ να γελάσει. Πατούσε, λέει, στα παπούτσια του πρίγκιπά της-όπως τον χαρακτήριζε για να μην κρυώσει.

Και τότε ξανά τα γέλια, ξανά και η ευτυχία χαραγμένη στο χαμόγελό της.