Αυτές τις μέρες, όπου ο ήλιος χάνεται «πριν καν ξημερώσει», γίνομαι όλο και πιο πολύ, το τότε μικρό παιδί. Επιστρέφω στα τότε όμορφα, αθώα και παιδικά χρόνια. Θυμάμαι τον γέρο με το μπαλόνι. Κι όλο θυμάμαι ότι ο γέρος με το μπαλόνι, ήταν τόσο γερασμένος όσο μία καρέκλα που όλο τρίζει και αργοπεθαίνει. Κι ας ήταν ο γέρος μόλις 68 ετών.
Τον θυμάμαι πάντα εκεί…
Τον επόμενο μήνα έκλεινε τα 68 του χρόνια. Βαριά και ασήκωτα. Όλα τα βάρη τα κουβαλούσε κι ας ήταν 68. Τον κοίταζα πάντα από την κλειδαρότρυπα. Καθόταν στην πολυθρόνα του, με ένα μπαλόνι στο χέρι. Κόκκινο της φωτιάς και του πάθους. Όχι για τον έρωτα αλλά για τη ζωή. Κι όταν πια τα εγγονάκια του ερχόντουσαν άφηνε το μπαλόνι. Για να ταξιδέψει στον ουρανό. Κι ας ήταν ένα από τα αγαπημένα του αντικείμενα. Το πετούσε, όπως έλεγε, για να ταξιδέψει από μόνο του, όπως αυτός επιθυμούσε για χρόνια να κάνει. Ο γέρος με το μπαλόνι ήταν ονειροπόλος, κι ας ήταν ο πιο πληγωμένος της γειτονιάς. Κι αν όχι της γειτονιάς, ολόκληρου του νησιού.

Η ελπίδα κρυβόταν πάντα μέσα στο μπαλόνι
Ο καιρός περνούσε και κάθε μέρα ο γέρος ήταν εκεί, με το κόκκινο μπαλόνι. Η κλειδαρότρυπα γέμισε σκόνες και δεν είχε πλέον καμία ουσία να τον κρυφοκοιτάζω από αυτήν. Αγόρασα μπαλόνια, κόκκινα όπως του άρεζαν και τον επισκέφτηκα. Μόλις είδε τα μπαλόνια, άφησε το δικό του για τον ουρανό και έπιασε συγκεκριμένα τέσσερα μπαλόνια από τα χέρια μου. «Ένα για μένα, ένα για σένα, ένα γι’ αυτούς, ένα για μας», μου ψιθύρισε και χαμογέλασε. Ο γέρος με τα τέσσερα πλέον μπαλόνια, μου είπε: «Στη ζωή μου ποτέ δε χαμογέλασα αληθινά. Βάρη πολλά που ούτε η ίδια η πέτρα δεν μπορεί να τα σηκώσει. Όταν όμως ανακάλυψα την ύπαρξη των μπαλονιών, το σκοτάδι έγινε φως και οι σκοτούρες έγιναν-έστω και γκρίζες».

Κάθε μπαλόνι που πετούσε…
Κάθε μπαλόνι λοιπόν που έπαιρνε στα χέρια του, του έδινε ελπίδα. Ήταν ο σύμμαχος του στην αναμονή, μέχρι να’ ρθουν τα εγγονάκια του να παίξουν. Μέχρι να ξημερώσει, μέχρι να αποχωρήσουν οι καταιγίδες. Ο γέρος με το μπαλόνι, γινόταν παιδί. Ξανά παιδί, όπως ήταν παλιότερα. Κι ας ήταν μόλις 68 ετών. Η ελπίδα κρυβόταν πάντα μέσα στο μπαλόνι, γι’ αυτό ποτέ του δεν τα τρυπούσε. Κι όταν τα εγγονάκια του, οι ομορφιές της ζωής, ερχόντουσαν, τα άφηνε να πετάξουν. Γιατί; Για να σπάσουν από μόνα τους για να δώσουν ελπίδα. Ευτυχία στη στιγμή. «Για αυτόν, για μένα, γι’ αυτούς και για μας», όπως μου είχε πει ξανά.
«Γι’ αυτό κάθε ένα μπαλόνι που φεύγει,
Ταξιδεύει για όλους,
Και ρίχνει τις μαγικές του σκόνες,
Για τον ουρανό και για τη γη.
Και κάθε φορά που κρατάμε ένα μπαλόνι,
Γινόμαστε και πάλι παιδιά»
Σκαλίζοντας τις στιγμές: Νοέμβριος 2019, Χριστίνα Γεωργίου

Μη ξεχνάτε να μας ακολουθείτε και στο Facebook για να βλέπετε κι εκεί τα θετικά μας άρθρα!
Christina Georgiou
Δημοσιογράφος, Συγγραφέας, Φωτογράφος
Η Χριστίνα Γεωργίου είναι απόφοιτη του Πανεπιστημίου Κύπρου με πτυχίο Δημοσιογραφίας. Μένει σ’ ένα από τα Κοκκινοχώρια και λατρεύει τα βράδια όταν συχνάζει στην παραδοσιακή αυλή της γιαγιάς.
Ονειροπόλα, ευαίσθητη, δημιουργική, λάτρης της φωτογραφίας, του ραδιοφώνου, των ταξιδιών, της συγγραφής και ό, τι έχει να κάνει με επικοινωνία, δημιουργικότητα, περιπέτεια και όνειρα. Θέλει να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους γύρω της, με τα λόγια και τις πράξεις της. Αγαπά την ποίηση και τους στίχους που μιλάνε για αγάπη και ελπίδα. Αγαπημένη της λέξη χαμόγελο. Ταξίδι η κάθε της στιγμή. Μαγεία το κάθε τι μικρό που την κάνει να χαμογελά.